φιληκοίαν

φιληκοίαν
φιληκοΐᾱν , φιληκοία
fondness for listening to
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

  • κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο …   Dictionary of Greek

  • περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”